Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουφαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
κουφαίνω 1 [kuféno] -ομαι Ρ7.1 : κάνω κπ. κουφό: Kόντεψε να μας κουφάνει η έκρηξη. Ο παππούς κουφάθηκε πια τελείως. || με υπερβολή: Mίλα πιο σιγά, θα μας κουφάνεις! (έκφρ.) μας κούφανες!, για κτ. τόσο παράδοξο, που μας προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, που μας εξέπληξε.

[μσν. κουφαίνω < ελνστ. κωφαίνω κατά την εξέλ. κωφός > κουφός]

κουφαίνω 2 : (λαϊκότρ.) κάνω κτ. κοίλο.

[κούφ(ος δες στο κούφιος) -αίνω (σύγκρ. κουφώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες