Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κουτσουλίζω
1 item total
κουτσουλίζω [kutsulízo] -ομαι Ρ2.1 & κουτσουλάω [kutsuláo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1 : (για πτηνό) κάνω κουτσουλιές: Mας κουτσούλισαν την αυλή οι κότες. Mε κουτσούλισε ένα πουλί.

[κουτσουλ(ιά) -ίζω, -άω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go