Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουνουπίδι το [kunupíδi] Ο44 : φυτό ποώδες, μονοετές ή διετές, του οποίου το άνθος, μεγάλο, λευκό ή υποκίτρινο και σαρκώδες, αποτελείται από μικρότερους σχηματισμούς και είναι εδώδιμο.
[μσν. κουνουπίδι(ν) ίσως < *κανωπίδιον υποκορ. του ελνστ. κάνωπ(ος) `σαμπούκος΄ -ίδιον]