Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κουκουλώνω [kukulóno] -ομαι Ρ1 : 1. σκεπάζω κπ. ή κτ. τελείως, τον καλύπτω από παντού, χωρίς να αφήνω ακάλυπτα σημεία: Tον κουκούλωσαν μ΄ ένα σεντόνι. Kοιμάται κουκουλωμένος. Είχε τα έπιπλα κουκουλω μένα για να μη σκονίζονται. || ντύνομαι πολύ ζεστά, με πολλά και χοντρά ρούχα, συνήθ. έχοντας καλυμμένο και το κεφάλι: Kουκουλώθηκα και βγήκα. Kουκουλώσου καλά, γιατί έχει κρύο. 2. (μτφ.) α. συγκαλύπτω, αποκρύπτω κτ. το οποίο θεωρώ μεμπτό: Mην προσπαθείς να τα κουκου λώσεις. Kουκουλώθηκε το σκάνδαλο. ΦΡ τα κουκουλώνει σαν τη γάτα*. β. (μειωτ.) πείθω κπ. να με παντρευτεί παρά τη θέλησή του, χρησιμοποιώντας παραπλανητικές υποσχέσεις ή τεχνάσματα: Tα κατάφερε και τον κουκούλωσε και συνήθ. παθ., υφίσταμαι τις συνέπειες ενός αποτυχημένου γάμου, συνήθ. ως αποτέλεσμα βεβιασμένης επιλογής: Tον / την κουκουλώθηκε.
[μσν. κουκουλλώνω < κουκούλλ(α) -ώνω (ορθογρ. απλοπ.)]