Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουδούνι
5 εγγραφές [1 - 5]
κουδούνι το [kuδúni] Ο44 : 1. μικρό κοίλο ορειχάλκινο αντικείμενο σε σχήμα συνήθ. μικρής καμπάνας, που παράγει ήχο με τη βοήθεια ενός γλωσσιδιού. || Tα κουδούνια των προβάτων / των κατσικιών κτλ., που τα κρεμούν στο λαιμό τους. ΦΡ κρεμούν / κρέμασαν σε κπ. κουδούνια, τον σχολιάζουν, τον κακολογούν, τον κουτσομπολεύουν. || (μτφ.): Tο κεφάλι μου έγινε ~, είναι βαρύ και βουίζει, από φασαρία, πολυλογία, οινοποσία κτλ. Έγινα ~, νιώθω ζαλισμένος. 2. αντίστοιχη σε λειτουργία μικρή ηλεκτρική συσκευή, συνήθ. εντοιχισμένη, η οποία με το πάτημα ενός κουμπιού παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο: Ποιος χτυπάει το ~; Tι ώρα χτυπάει το ~;, στα σχολεία, ως σήμα έναρξης ή τέλους του μαθήματος. || ο ήχος του κουδουνιού: Aκούστηκε το ~ της εξώπορτας. Δεν άκουσα το ~. Πρώτο / δεύτερο / τρίτο ~, στο θέατρο, ως προειδοποίηση ότι αρχίζει η παράσταση. κουδουνάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. κουδουνάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1. κουδούνα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[μσν. κουδούνι(ν) < ελνστ. κωδώνιον υποκορ. του αρχ. κώδων (πρώτο [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ), (δεύτερο [o > u] από επίδρ. του [n] )· κουδούν(ι) -άρα· κουδούν(ι) μεγεθ. ]

κουδουνίζω [kuδunízo] Ρ2.1α & κουδουνάω [kuδunáo] Ρ10.1α : για αντικείμενο που, όταν το χτυπάμε, παράγει ένα μεταλλικό ήχο παρόμοιο με τον ήχο του κουδουνιού: Tο κρύσταλλο κουδουνίζει χαρακτηριστικά. Περπατούσε κουδουνίζοντας τα κλειδιά του / μερικά νομίσματα στις τσέπες του. || Tο τηλέφωνο / το ξυπνητήρι κουδουνίζει ασταμάτητα. ΦΡ κουδουνίζει η τσέπη του, έχει πολλά χρήματα. || (μτφ.): Tο κεφάλι μου κουδουνίζει, είναι βαρύ και βουίζει, έχω πονοκέφαλο συνήθ. από φασαρία, πολυλογία, οινοποσία κτλ.

[μσν. κωδωνίζω < κώδων (δες κώδωνας) -ίζω ( [o > u] κατά το κουδούνικουδουν(ίζω) μεταπλ. > -άω με βάση το συνοπτ. θ. κουδουνισ-]

κουδούνισμα το [kuδúnizma] Ο49 : ο ήχος του κουδουνιού: Aκούστηκε ένα δυνατό ~. || ήχος μεταλλικός που θυμίζει τον ήχο του κουδουνιού: Tο ~ του τηλεφώνου.

[κουδουνισ- (κουδουνίζω) -μα]

κουδουνιστός -ή -ό [kuδunistós] Ε1 : (οικ.) που παράγει έναν ήχο μεταλλικό.

[κουδουνισ- (κουδουνίζω) -τός]

κουδουνίστρα η [kuδunístra] Ο25 : παιχνίδι για μωρά, που όταν το κουνάμε παράγει ήχο.

[κουδουνισ- (κουδουνίζω) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες