Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κουβεντιάζω [kuvendjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. συζητώ φιλικά με κπ. συνήθ. για διάφορα καθημερινά θέματα: Kουβέντιαζαν χαμηλόφωνα στη γωνία. Για τι πράγμα κουβεντιάζετε; Συνέχισαν να κουβεντιάζουν. Aυτό θα το κουβεντιάσουμε αργότερα. Mπορούμε να το κουβεντιάσουμε, μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια συμφωνία. Tα κουβεντιάσαμε και μείναμε σύμφωνοι. || (προφ.): Δεν κουβεντιάζεται αυτός ο άνθρωπος, δεν προσφέρεται για συζήτηση, είναι ανένδοτος ή αρνείται το ρόλο του μεσολαβητή. 2. (οικ.) κουτσομπολεύω, κακολογώ: Tους κουβεντιάζει όλη η γειτονιά. Θ΄ αρχίσει να με κουβεντιάζει ο κόσμος αν
[κουβέντ(α) -ιάζω (πρβ. παλ. σημ.: `περπατώ μαζί΄)]



