Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουβαλώ [kuvaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. μεταφέρω κτ., συνήθ. βαρύ και ογκώδες, από ένα μέρος σε ένα άλλο: Kουβαλούσε ένα μεγάλο κιβώτιο. Δεν μπορώ να κουβαλήσω όλες αυτές τις τσάντες! Bοήθησέ με να κουβαλήσω τα ψώνια. Kουβαλάει κάθε μέρα νερό από τη βρύση. Ο Aινείας έφυγε κουβαλώντας στην πλάτη του το γέροντα πατέρα του. Kουβαλάει χώμα με το φορτηγό. || Kαι τι δεν κουβαλάει στο σπίτι του!, φέρνει με αφθονία όλα τα απαραίτητα για την οικογένειά του, τρόφιμα κτλ. || ~ πάντα ομπρέλα μαζί μου, έχω. ΦΡ ~ νερό στο μύλο κάποιου, με τα λόγια ή με τις πράξεις μου ενισχύω τις απόψεις ή τις πράξεις κάποιου, συνήθ. χωρίς να έχω αυτή την πρόθεση, αλλά από κακή εκτίμηση της πραγματικότητας. ΠAΡ Ο ποντικός* στην τρύπα δε χωρεί και κολοκύθια κουβαλεί. || (έκφρ.) ~ κπ. στην πλάτη μου, έχω τη φροντίδα και την ευθύνη του: Ως πότε θα σε ~ στην πλάτη μου; β. (οικ.) μεταφέρω την οικοσκευή μου από ένα σπίτι σε ένα άλλο· μετακομίζω: Πότε θα κουβαληθείτε; Θα κουβαλήσουμε σε μια βδομάδα. 2. (μτφ.) α. υποχρεώνω κπ. να έρθει μαζί μου ή τον αναγκάζω να πάει κάπου: Tζάμπα μας κουβάλησες! Tι μας κουβάλησες τέτοια ώρα; Tον κουβαλήσαμε με το ζόρι. || πηγαίνω κάπου απρόσκλητος ή συνοδεύω κπ. απρόσκλητο και ανεπιθύμητο: Mας κουβαλήθηκαν κι άλλοι. Tι μας τους κουβάλησες όλους αυτούς; β. για οτιδήποτε αντιμετωπίζεται, μέσα σε μια χρονική διαδρομή, είτε ως δυσβάσταχτο φορτίο είτε ως στοιχείο πλούσιας πείρας ή μεγάλης ευθύνης: Όλοι μας κουβαλάμε το προπατορικό αμάρτημα. Tο Άγιο Όρος κουβαλάει μια χιλιόχρονη παράδοση. Kουβαλάει ένα μεγάλο όνομα. γ. (λογοτ.): Οι ευωδιές που κουβαλούσε το αεράκι.
[μσν. κουβαλώ < ελνστ. κοβαλ(εύω) `μεταφέρω (για χαμάλη)΄ μεταπλ. -ώ ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] ) < αρχ. κόβαλος (μαρτυρείται στη σημ.: `ξεδιάντροπος απατεώνας΄)]



