Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κορυφώνω [korifóno] -ομαι Ρ1 : για κτ. που φτάνει στο ανώτατο, στο ύψιστο σημείο του, που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ένταση: H αγωνία κορυφώνεται. Kορυφώθηκε η κρίση / η πολιτική αναταραχή. Kορυφώνεται ο προεκλογικός αγώνας. Tο γλέντι κορυφώθηκε. || Kορυφώθηκαν οι προετοιμασίες για τη διάσκεψη, βρίσκονται στο τελικό ή στο πιο κρίσιμο στάδιο.
[λόγ. < ελνστ. κορυφ(ῶ) -ώνω]



