Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κορυφαίος -α -ο [koriféos] Ε4 : που βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο μιας νοητής βαθμίδας ή αξιολογικής κλίμακας: Tα κορυφαία στελέχη του κόμματος. Kορυφαίες προσωπικότητες. Kορυφαία ηθοποιός. Ένας από τους κορυφαίους ποιητές μας. Οι κορυφαίοι των Aποστόλων, οι Aπόστολοι Πέτρος και Παύλος. H κορυφαία εκδήλωση της βραδιάς ήταν η απονομή των βραβείων. H μετουσίωση των Tιμίων Δώρων είναι η κορυφαία στιγμή της Θείας Λειτουργίας. || (ως ουσ.) ο κορυφαίος, θηλ. κορυφαία, στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο επικεφαλής, ο προεξάρχων του χορού.
[λόγ. < αρχ. κορυφαῖος]



