Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κοροϊδευτικός -ή -ό [koroiδeftikós] Ε1 : που εκφράζει κοροϊδία1, με τον οποίο κοροϊδεύουμε κπ. ή κτ.: Kοροϊδευτικά γέλια / σχόλια / λόγια.
κοροϊδευτικά ΕΠIΡΡ: Γέλασε ~. Tον φωνάζουν ~ μπέμπη. [κοροϊδεύ(ω) -τικός]



