Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κορεσμός
1 item total
κορεσμός ο [korezmós] Ο17 : 1. (φυσ.) κατάσταση ενός φυσικού ή χημικού συστήματος, κατά την οποία ένα ορισμένο χαρακτηριστικό μέγεθος έχει αποκτήσει τη μεγαλύτερη τιμή του. || (μτφ.): Ο ~ της αγοράς. 2. κατάσταση της πλήρους ικανοποίησης του αισθήματος της πείνας ή της δίψας, καθώς και διάφορων παθών ή παρορμητικών επιθυμιών: Ο ~ της πείνας. Έφτασα σε σημείο κορεσμού.

[λόγ. κορεσ- (δες κορεννύω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go