Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κοπιαστικός
1 item total
κοπιαστικός -ή -ό [kopxastikós] Ε1 : που προξενεί ή απαιτεί πολύ κόπο, κουραστικός, επίπονος: Kοπιαστική δουλειά. Kοπιαστικό ταξίδι. κοπιαστικά ΕΠIΡΡ.

[μσν. κοπιαστικός < κοπιασ- (κοπιάζω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go