Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοντός
7 εγγραφές [1 - 7]
κοντός ο [kondós] Ο17 : α. (λόγ.) το κοντάρι: Ο ~ της σημαίας. β. (αθλ.) Άλμα επί κοντώ, αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής πρέπει να περάσει ένα ψηλό εμπόδιο με τη βοήθεια ειδικού ελαστικού κονταριού.

[λόγ.: α: αρχ. κοντός· β: σημδ. γερμ. Stabhochsprung]

κοντός -ή -ό [kondós] Ε1 συγκρ. κοντότερος και κοντύτερος : 1. (για έμψ.) του οποίου το ύψος είναι μικρότερο από αυτό που θεωρείται κανονικό ή συνηθισμένο. ANT ψηλός: ~ άντρας. Kοντή γυναίκα. Kοντό άλογο. Είναι λίγο πιο ~ από μένα. 2. για κτ. του οποίου το μήκος είναι μικρότερο από αυτό που θεωρείται κανονικό ή συνηθισμένο. ANT μακρύς: Έκοψε τα μαλλιά της κοντά. Έχει κοντά πόδια. Tα μανίκια μού έρχονται κοντά. || Φουστάνι με κοντά μανίκια, που σταματούν πάνω από τον αγκώνα. Φοράει ακόμα κοντά παντελόνια, των οποίων το μήκος σταματά επάνω από το γόνατο. Είναι μόδα οι κοντές φούστες, και ως ουσ. τα κοντά: Δεν της πηγαίνουν τα κοντά. ΦΡ ~ ψαλμός* αλληλούια. Kυριακή* κοντή γιορτή. (λέει) ο ένας το κοντό του κι ο άλλος το μακρύ του, για διαφορετικές γνώμες, απόψεις επάνω σε ένα θέμα, συνήθ. άσχετες και περιττές. κοντά τα χέρια* σου. κοντούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. || (ως ουσ.) η κοντούλα*. κοντούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. κοντούλικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. κοντούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. κοντός < αρχ. ουσ. κοντός `κοντάρι΄ (σύγκρ. επίθ. κρύος < αρχ. ουσ. τό κρύοςκοντ(ός) -ούλης· κοντ(ός) -ούτσικος]

κοντοσούβλι το [kondosúvli] Ο44 : μικρή σούβλα στην οποία ψήνεται κρέας κομμένο σε μικρά κομμάτια. || το κρέας που ψήνεται με αυτόν τον τρόπο.

[κοντο- 1 + σούβλ(α) -ι]

κοντοστέκομαι [kondostékome] Ρ αόρ. κοντοστάθηκα, απαρέμφ. κοντοσταθεί : ανακόπτω για λίγο την πορεία μου, σταματώ συνήθ. απότομα, είτε γιατί περιμένω κτ. είτε από δισταγμό και αμφιβολία: Kοντοστάθηκε μια στιγμή και τη χαιρέτησε. Kοντοστάθηκε έξω από την πόρτα, τελικά όμως δεν μπήκε μέσα. || (επέκτ.): Kοντοστάθηκε πριν κάνει την επόμενη ερώτηση, δίστασε.

[κοντοστέκ(ω) -ομαι]

κοντοστέκω [kondostéko] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : κοντοστέκομαι: Tον είδα να κοντοστέκει.

[μσν. κοντοστέκω < κοντο- 2 + στέκω]

κοντοστούπης ο [kondostúpis] Ο11 θηλ. κοντοστούπα [kondostúpa] Ο25α : αρνητικός χαρακτηρισμός υπερβολικά κοντού ανθρώπου.

[κοντοστούμπης < κοντο- 1 + στούμπ(ος) -ης (και ανομ. ριν. [nd-mb > nd-p] ;)· κοντοστούπ(ης) -α]

κοντόσωμος -η -ο [kondósomos] Ε5 : που έχει μικρό ανάστημα: Οι Aσιάτες είναι κοντόσωμοι.

[κοντο- 1 + σώμ(α) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες