Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κονάκι το [konáki] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1. το σπίτι, με την έννοια του καταλύματος, του καταφυγίου, του προσωπικού χώρου. 2. (ιστ.) η κατοικία τοπικού άρχοντα, τσιφλικά.
[μσν. κονάκι < τουρκ. konak `αρχοντικό΄ -ι]