Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κομμωτήριο το [komotírio] Ο40 : ειδικό κατάστημα όπου γίνεται κόψιμο, περιποίηση και χτένισμα των γυναικείων κυρίως μαλλιών: Tι ώρα θα πας στο ~;
[λόγ. κομμω(τής) -τήριον]



