Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κολυμβήτρια
1 item total
κολυμβητής ο [kolimvitís] Ο7 θηλ. κολυμβήτρια [kolimvítria] Ο27 : αυτός που ξέρει να κολυμπά ή απλώς ο λουόμενος: Δεινός ~. Xειμερινός ~. (έκφρ.) δήλιος* ~. || αθλητής ο οποίος ασχολείται με την κολύμβηση.

[λόγ. < αρχ. κολυμβητής `δύτης΄, κατά τη σημ. του κολυμπώ· λόγ. κολυμβη(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go