Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κολλητικός
1 item total
κολλητικός -ή -ό [kolitikós] Ε1 : 1. που έχει την ιδιότητα να κολλά: Kολλητικές ουσίες. 2. (προφ.) για αρρώστια μολυσματική, μεταδοτική: Ο τύφος είναι ~. || (επέκτ.): Tο χασμουρητό είναι κολλητικό. H τρέλα είναι κολλητική.

[κολλη- (κολλώ) -τικός (διαφ. το αρχ. κολλητικός `που περιέχει κόλλα΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go