Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κοινωνιολογία
1 item total
κοινωνιολογία η [kinoniolojía] Ο25 : η επιστήμη που εξετάζει το χαρακτήρα και τις μορφές της ζωής των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία, τις ιστορικές μεταβολές που υφίσταται μια κοινωνία, καθώς και τις δυνάμεις που τη διαμορφώνουν: Εφαρμοσμένη ~. Bιομηχανική ~. ~ της δουλειάς / της θρησκείας / του Δικαίου.

[λόγ. κοινωνιο- + -λογία μτφρδ. γαλλ. sociologie]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go