Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κοίτη
1 item total
κοίτη η [kíti] Ο30 : 1. (λόγ.) κλίνη, μόνο στην έκφραση χωρισμός από τραπέζης* και κοίτης. 2. κοιλότητα του εδάφους μέσα στην οποία ρέει ποτάμι ή ρυάκι: H ~ του Aλιάκμωνα / του Aξιού.

[λόγ. < αρχ. κοίτη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go