Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κλιμάκωση η [klimákosi] Ο33 : βαθμιαία και σταδιακή αύξηση της έντασης ή της ευρύτητας μιας συγκεκριμένης ενέργειας ή δραστηριότητας. ANT αποκλιμάκωση: ~ της βίας. ~ των προκλητικών ενεργειών. ~ των απεργιακών κινητοποιήσεων αποφάσισαν οι γιατροί.
[λόγ. κλιμακω- (δες κλιμακώνω) -σις > -ση]



