Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κλιμάκωση
1 item total
κλιμάκωση η [klimákosi] Ο33 : βαθμιαία και σταδιακή αύξηση της έντασης ή της ευρύτητας μιας συγκεκριμένης ενέργειας ή δραστηριότητας. ANT αποκλιμάκωση: ~ της βίας. ~ των προκλητικών ενεργειών. ~ των απεργιακών κινητοποιήσεων αποφάσισαν οι γιατροί.

[λόγ. κλιμακω- (δες κλιμακώνω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go