Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κλητός
1 item total
κλητός -ή -ό [klitós] Ε1 : ο προσκαλεσμένος, στην εκκλησιαστική έκφρα ση πολλοί μεν οι κλητοί, ολίγοι δε οι εκλεκτοί, ότι σε ένα σύνολο ανθρώπων είναι λίγοι οι χαρισματικοί ή ειρωνικά, όταν σε μια συγκέντρωση έχουν εμφανιστεί πολύ λίγοι.

[λόγ. < αρχ. κλητός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go