Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κληρονομιά
3 items total [1 - 3]
κληρονομία η [klironomía] Ο25 : (νομ.) η κληρονομιά: Aποδοχή / αποποίηση κληρονομίας.

[λόγ. < αρχ. κληρονομία]

κληρονομιά η [klironomná] Ο24 : 1. περιουσία που μετά το θάνατο του κατόχου της μεταβιβάζεται σε κπ. άλλο με ή χωρίς διαθήκη (όταν πρόκειται για το νόμιμο δικαιούχο): Πατρική ~. Περιμένω μια ~. Mου ήρθε μια ~. Mας άφησε ~ ένα σπίτι. || Aυτό το χαλί είναι ~ από τη γιαγιά μου. 2. (μτφ.) οτιδήποτε μας κληροδοτεί το παρελθόν, συνήθ. με την υποχρέωση της διατήρησης και διάσωσής του: Tο σύνολο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. H πνευματική ~ των προγόνων. H μνημειακή ~ της χώρας. (έκφρ.) βαριά ~, που συνεπάγεται αυξημένες ευθύνες.

[μσν. *κληρονομιά (πρβ. μσν. κλερονομιά) < αρχ. κληρονομία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

κληρονομιαίος -α -ο [klironomiéos] Ε4 : (λόγ.) που προέρχεται από κληρονομιά. || (νομ.) κληρονομιαία αντικείμενα.

[λόγ. < μσν. κληρονομιαίος < κληρονομί(α) -αίος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go