Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κλειδούχος
1 item total
κλειδούχος ο [kliδúxos] Ο18 : σιδηροδρομικός υπάλληλος, ειδικός στο χειρισμό των κλειδιών των σιδηροτροχιών.

[λόγ. < αρχ. κλειδοῦχος `που κρατάει τα κλειδιά, φύλακας΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go