Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλειδαρότρυπα η [kliδarótripa] Ο27α : η τρύπα της κλειδαριάς στην οποία μπαίνει το κλειδί: Tον έπιασαν να κοιτάει από την ~. ΦΡ περνάει από την ~, για άνθρωπο πολύ αδύνατο.
[κλειδαρ(ιά) -ο- + τρύπα (πρβ. μσν. κλειδότρυπα)]