Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- κλήρος 1 ο [klíros] Ο18 : I. δελτίο επάνω στο οποίο αναγράφεται ένα όνομα ή ένας αριθμός και με το οποίο συμμετέχει κάποιος σε μια κλήρωση ή σε μια επιλογή: Tα δώρα τα βάλαμε στον κλήρο. Tράβηξε έναν κλήρο. Ρίξαμε (τον) κλήρο για το ποιος θα πάει. (έκφρ.) μου ΄πεσε / μου ΄λαχε ο ~, μου συνέβη, μου έτυχε, ήρθαν έτσι τα πράγματα ώστε
βάζω κτ. στον κλήρο, για να αποφασίσω ή να μοιράσω κτ. || Ο θάνατος είναι ο κοινός ~ όλων μας. II. το σύνολο της έγγειας ιδιοκτησίας κάποιου, η οποία αποκτήθηκε από διανομή, αγροτική μεταρρύθμιση κτλ.: Aγροτικός ~. Ο ~ στην Ελλάδα είναι μικρός.
[αρχ. κλῆρος]
- κλήρος 2 ο : το σύνολο των κληρικών: Aνώτερος / κατώτερος ~. Ορθόδοξος / μουσουλμανικός ~.
[λόγ. < ελνστ. κλῆρος (αρχ. σημ.: δες κλῆρος 1) σημδ. (ελνστ.) από τα εβρ.]



