Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κινητοποίηση
1 item total
κινητοποίηση η [kinitopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κινητοποιώ· η δραστηριοποίηση ενός συνόλου ανθρώπων, συνήθ. οργανωμένων, για την αντιμετώπιση ενός επείγοντος περιστατικού, την ικανοποίηση ενός αιτήματος, την επιτυχία ενός στόχου: H έγκαιρη ~ του στρατού απέτρεψε μεγαλύτερες καταστροφές. H ~ των φοιτητών. Θα αρχίσουν απεργιακές κινητοποιήσεις με αίτημα τη μονιμοποίηση των εκτάκτων.

[λόγ. κινητοποιη- (κινητοποιώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go