Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κινητικός
1 item total
κινητικός -ή -ό [kinitikós] Ε1 : α. που ανήκει ή που αναφέρεται στην κίνηση: Kινητικά νεύρα. Kινητικοί μύες. Άτομα με κινητικά προβλήματα. Kινητική τέχνη, μορφή της σύγχρονης τέχνης που εμπεριέχει κίνηση, πραγματική ή φαινομενική. || (φυσ.) κινητική ενέργεια, η ενέργεια που έχει ένα σώμα λόγω της κίνησής του. β. (ως ουσ.) η κινητική, κλάδος της μηχανικής που εξετάζει το φαινόμενο της κίνησης, που μελετά την επίδραση των δυνάμεων και των ροπών στην κίνηση ενός υλικού σώματος. κινητικά ΕΠIΡΡ: Άτομα ~ και διανοητικά ανάπηρα.

[λόγ.: α: αρχ. κινητικός `που θέτει σε κίνηση΄ & σημδ. γαλλ. moteur· β: γαλλ. cinétique < αρχ. κινητ(ικός) -ique = -ική]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go