Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κινητήριος
1 item total
κινητήριος -α -ο [kinitírios] Ε6 : που κινεί ή που μπορεί να κινήσει κτ., που βάζει σε κίνηση ή σε λειτουργία κτ.: ~ άξονας / ιμάντας. Tο νερό είναι κινητήρια δύναμη και μτφ.: Kινητήρια δύναμη της εποχής μας θεωρείται το χρήμα.

[λόγ. < αρχ. κινητήριος `που θέτει σε κίνηση΄ & σημδ. γαλλ. moteur]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go