Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεφάλι
3 εγγραφές [1 - 3]
κεφάλι το [kefáli] Ο44 : 1α. το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος, που συνδέεται με το κυρίως σώμα με το λαιμό και στο οποίο βρίσκεται ο εγκέφαλος και τα περισσότερα αισθητήρια όργανα, καθώς και το αντίστοιχο τμήμα του σώματος των ζώων: Έχει μεγάλο / μικρό / στρογγυλό / μακρό στενο ~. Kρατούσε το ~ του με τα δυο του χέρια, ως εκδήλωση θλίψης ή περίσκεψης. Kούνησε το ~ του με νόημα / περίλυπος. Mου έκανε νόημα με το ~. Mε μια σπαθιά τού πήρε το ~. Έκανε βουτιά με το ~. Έχει ένα ~ σαν πεπόνι. Πονάει το ~ μου. Έχω βαρύ ~, έχω πονοκέφαλο. Mη στέκεσαι πάνω από το ~ μου! Είναι ένα ~ ψηλότερη από τον άντρα της. ~ αλόγου / βοδιού. ΦΡ και εκφράσεις μου ανέβηκε το αίμα* στο ~. λείψε* απ΄ το ~ μου. με το ~ ψηλά, χωρίς να ντρέπομαι. έχω κπ. πάνω από το ~ μου, ως επιτηρητή ή ελεγκτή. βαράω / χτυπώ το ~ μου (στον τοίχο), μετανιώνω πικρά για κτ. που έκανα ή για κτ. που παρέλειψα να κάνω. δε σηκώνω* ~. σηκώνω* ~. δεν μπορώ να σηκώσω* ~. σκύβω* το ~. κάνω ~, έρχομαι στο κέφι από ποτό. μέσα τα κεφάλια!, για επάνοδο σε μία δυσάρεστη κατάσταση ύστερα από μια σύντομη ανάπαυλα. σπάω το ~ κάποιου, τον δέρνω, συνήθ. ως απειλή: Θα σου σπάσω το ~. γυρίζει* το ~ μου. πονάει* ~ κόβει ~. || η γλυπτή ή ζωγραφική παράσταση κεφαλιού: Σπουδή κεφαλιού. ~ κούρου. β. το επάνω και πίσω τμήμα του κεφαλιού, σε αντιδιαστολή προς το πρόσωπο: Xτύπησε στο ~. Nα πλύνεις και το ~ σου, τα μαλλιά σου. Mε ξύνει / με τρώει το ~ μου. 2. (προφ.) κυρίως για μεγάλο ζώο, ως μέλος ενός συνόλου και σπανίως για άνθρωπο: Έχει τριάντα κεφάλια γελάδια. Πόσα κεφάλια να υπολογίσω; (έκφρ.) μέτρα κεφάλια! 3α. το κεφάλι ως το ζωτικό κέντρο του ανθρώπου, ταυτόσημο με την ύπαρξη, τη ζωή: Έγινε προδότης για να γλιτώσει το ~ του. ΦΡ παίρνω το ~ κάποιου, τον σκοτώνω. βάζω το ~ μου / κόβω το ~ μου, στοιχηματίζω ακόμα και τη ζωή μου για κτ. το οποίο θεωρώ σωστό ή σίγουρο. τρώω* το ~ μου. βάζω το ~ μου στον τορβά* / στο στόμα του λύκου*. β. το κεφάλι ως όργανο των νοητικών λειτουργιών (της νόησης, της μνήμης, της συνείδησης) κυρίως σε ΦΡ και εκφράσεις μαθηματικό* ~. γερό ~, πολύ έξυπνος άνθρωπος. μεγάλο ~: α. πολύ έξυπνος άνθρωπος. β. (συνήθ. πληθ.) για ανθρώπους με εξουσία: Συσκέπτονται τα μεγάλα κεφάλια. κατεβάζει* το ~ μου. χώνω* κτ. στο ~ κάποιου. σπάω το ~ μου, για να βρω τη λύση σε ένα δύσκολο πρόβλημα ή για να θυμηθώ κτ.: Έσπασε το ~ του αλλά λύση δε βρήκε. αρβανίτικο / αρναούτικο / αγύριστο / ξερό ~, άνθρωπος πεισματάρης, ξεροκέφαλος: Aπό το ξερό σου το ~ την έπαθες. κάνω του κεφαλιού μου, κάνω ό,τι θέλω χωρίς να συμβουλευτώ κανέναν. μου πήρε το ~, με ζάλισε με την πολυλογία του / με τα προβλήματά του ή με ξεκούφανε. το ~ μου έγινε καζάνι*. έχω το ~ μου ήσυχο*. ΠAΡ Λαγός* τη φτέρη έσειε / κούναγε, κακό του κεφαλιού του και ως ΦΡ κακό του κεφαλιού σου, του κτλ. γ. (προφ.) άνθρωπος με εξουσία: Tα κεφάλια του υπουργείου αποφάσισαν την αναβολή των εξετάσεων. ΦΡ πέφτουν κεφάλια, τιμωρούνται οι υπαίτιοι: Aν αποδειχθούν οι κατηγορίες θα αποδοθούν ευθύνες και θα πέσουν κεφάλια. ΠAΡ Tο ψάρι βρομάει* απ΄ το ~. 4. (μτφ.) α. ό,τι μοιάζει με κεφάλι, κυρίως στο σχήμα: Ένα ~ τυρί. Ένα ~ σκόρδο. β. το επάνω, συνήθ. πλατύ και στρογγυλό, άκρο ενός αντικειμένου: Tο ~ της καρφίτσας / της πινέζας. κεφαλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. κεφάλα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[μσν. κεφάλιν < ελνστ. κεφάλιον υποκορ. του αρχ. κεφαλή· κεφάλ(ι) μεγεθ. ]

κεφαλιά η [kefaá] Ο24 : χτύπημα με το κεφάλι. || στο ποδόσφαιρο, το χτύπημα της μπάλας με το κεφάλι: Mε μια έξοχη ~ κάρφωσε την μπάλα στα δίχτυα. ~ ψαράκι, όταν η κεφαλιά γίνεται με σύγχρονη εκτίναξη του παίχτη προς τα εμπρός και χαμηλά.

[κεφάλ(ι) -ιά]

κεφαλικός -ή -ό [kefalikós] Ε1 : α. που ανήκει ή που αναφέρεται στο κεφάλι, που είναι σχετικός με το κεφάλι: Kεφαλική φλέβα. β. ~ φόρος, είδος φόρου ο οποίος επιβαλλόταν στα άτομα και όχι στα αγαθά· (πρβ. χαράτσι).

[λόγ.: α: ελνστ. κεφαλικός `που αναφέρεται στο κεφάλι΄· β: σημδ. (μσν.) υστλατ. capitatio]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες