Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κέικ το [kéik] & (σπάν.) κεκ το [kék] Ο (άκλ.) : είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται με αλεύρι, βούτυρο και αυγά, ψήνεται στο φούρνο και παίρνει το σχήμα του δοχείου μέσα στο οποίο ψήνεται: ~ με σταφίδες / με σοκολάτα.
κεκάκι το YΠΟKΟΡ καθώς και για ατομικό κέικ. [κεκ: λόγ. < γαλλ. cake < αγγλ. cake· κέικ: λόγ. νέος δανεισμός < αγγλ. cake]
- κεκαλυμμένος -η -ο [kekaliménos] Ε3 : (λόγ.) που σκόπιμα λέγεται ή γίνεται με τρόπο έμμεσο.
κεκαλυμμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. κεκαλυμμένος μππ. του καλύπτω]
- κεκαμμένος -η -ο [kekaménos] Ε3 : (λόγ.) λυγισμένος.
[λόγ. < αρχ. κεκαμμένος μππ. του κάμπτω]
- κεκαρμένος -η -ο [kekarménos] Ε3 : (λόγ.) κουρεμένος.
[λόγ. < αρχ. κεκαρμένος μππ. του κείρω]
- κεκέδισμα το [kekéδizma] Ο49 : (οικ.) τραυλισμός.
[κεκεδισ- (κεκεδίζω < κεκεδ- (κεκές) -ίζω) -μα]
- κεκές ο [kekés] Ο13 : (οικ., μειωτ.) ο τραυλός.
[τουρκ. keke -ς]
- κεκλεισμένος -η -ο [keklizménos] Ε3 : μόνο στη ΦΡ κεκλεισμένων των θυρών*.
[λόγ. μππ. του αρχ. κλείω μτφρδ. γαλλ. à huis clos]
- κεκλιμένος -η -ο [kekliménos] Ε3 : που παρουσιάζει κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο, συνήθ. σε όρους: Kεκλιμένη στέγη. Ο ~ πύργος της Πίζας. || (φυσ.) κεκλιμένο επίπεδο, απλή μηχανή που αποτελείται από μία επικλινή επιφάνεια και χρησιμοποιείται για την ανύψωση αντικειμένων με μεγάλο βάρος.
κεκλιμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. κεκλιμένος μππ. του κλίνω]
- κεκοιμημένος -η -ο [kekimiménos] Ε3 : (λόγ., και ως ουσ.) ως συναισθη ματικά ουδέτερη αναφορά σε συγκεκριμένο πρόσωπο που έχει πεθάνει· αποθανών, μεταστάς, εκλιπών· (πρβ. μακαρίτης, συχωρεμένος): Tον κεκοιμημένο δούλο Σου ανάπαυσον.
[λόγ. < ελνστ. κεκοιμημένος μππ. του αρχ. ρ. κοιμῶ `κοιμίζω΄]
- κεκορεσμένος -η -ο [kekorezménos] Ε3 : κορεσμένος, μόνο σε όρους της φυσικής και της χημείας. ANT ακόρεστος: Kεκορεσμένο διάλυμα. Kεκορεσμένοι υδατάνθρακες. Kεκορεσμένα λίπη. || ~ χώρος / κεκορεσμένη ατμόσφαιρα, που περιέχει ατμούς υπό τη μεγαλύτερη δυνατή πίεση.
[λόγ. μππ. του αρχ. κορέννυμι `χορταίνω΄ (κατά τον αόρ. ἐκορέσθην & σπάν. πρκ. κεκόρεσμαι, αρχ. μππ. κεκορημένος) μτφρδ. γαλλ. saturé]