Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καύχημα
1 item total
καύχημα το [káfxima] Ο49 : αυτό για το οποίο δίκαια κάποιος υπερηφανεύεται ή καμαρώνει: Tο Mέγαρο της Mουσικής είναι το ~ της πόλης μας. Tο καινούριο μοντέλο είναι το ~ της εταιρείας. || (για πρόσ.): Tο ~ του σχολείου / της οικογένειας.

[λόγ. < αρχ. καύχημα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go