Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καύτρα
1 item total
καύτρα η [káftra] Ο25 : 1. η αναμμένη άκρη του τσιγάρου. 2. η καμένη άκρη του φιτιλιού.

[ελνστ. καύστρα `χώρος καψίματος΄, μσν. σημ.: `κάψιμο΄ με αποβ. του [s] : δες καυτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go