Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- καυχιέμαι [kafxéme] Ρ10.1β & καυχώμαι [kafxóme] Ρ11 : μιλώ με πολύ επαινετικά λόγια για τον εαυτό μου, εκθειάζω τα προτερήματα ή τις επιτυχίες μου, συχνά υπερτονίζοντάς τα· παινεύομαι, υπερηφανεύομαι, κομπάζω: Kαυχιέται για τα πλούτη του / για τις κατακτήσεις του. Mπορώ να το καυχηθώ ότι είμαι πάντα συνεπής. Δε θέλω να το καυχηθώ, αλλά είμαι πολύ καλή μαγείρισσα. Είμαι Ελληνίδα και το ~.
[μσν. καυχιέμαι < αρχ. καυχ(ῶμαι) μεταπλ. -ιέμαι· λόγ. < αρχ. καυχῶμαι]



