Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κατσαδιάζω
1 item total
κατσαδιάζω [katsaδjázo] -ομαι Ρ2.1 : μαλώνω κπ. με δυνατές φωνές ασκώντας του έντονη κριτική: Mας κατσάδιασε ο καθηγητής. Kατσαδιάστηκε από τον πατέρα του.

[κατσάδ(α) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go