Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κατεστημένος -η -ο [katestiménos] Ε3 : που είναι καθιερωμένος και παγιωμένος και του οποίου οι φορείς αντιδρούν συνήθ. σε κάθε εξέλιξη ή μεταβολή του: H κατεστημένη τάξη (των πραγμάτων), το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς που παραδοσιακά ισχύει, η καθεστηκυία τάξη. Οι κατεστημένες κοινωνικές αξίες. Οι κατεστημένοι γλωσσικοί μηχανισμοί. Οι κατεστημένοι θεσμοί. || (ως ουσ.) το κατεστημένο*.
[λόγ. επίθ. < κατεστημένο απόδ. αγγλ. established]



