Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κατεπείγων
1 item total
κατεπείγων -ουσα -ον [katepíγon] Ε12 : 1. που είναι πολύ επείγων, που πρέπει να γίνει ή να απασχολήσει κπ. αμέσως, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση: Tο συμβούλιο συζήτησε κατεπείγοντα θέματα. Έχω μια κατεπείγουσα δουλειά. Είναι κατεπείγουσα ανάγκη να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση. Tο ταχυδρομείο δέχεται κατεπείγοντα γράμματα. Kατεπείγον τηλεγράφημα / τηλεφώνημα. 2. (ως ουσ.) το κατεπείγον: α. για κτ. που πρέπει να γίνει χωρίς καθυστέρηση: Tο κατεπείγον της υποθέσεως μας αναγκάζει να λάβουμε έκτακτα μέτρα. Tο νομοσχέδιο ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. β. γράμμα που αποστέλλεται και παραδίδεται στον παραλήπτη ταχύτερα από το επείγον.

[λόγ. < αρχ. κατεπείγων μεε. του κατεπείγω `πιέζω έντονα, κάνω γρήγορα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go