Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταφέρνω
2 εγγραφές [1 - 2]
καταφέρνω 1 [kataférno] Ρ αόρ. κατάφερα, απαρέμφ. καταφέρει : 1α. πετυχαίνω να ολοκληρώσω, να πραγματοποιήσω κτ. χάρη στις προσπάθειες ή και στις ικανότητές μου: Kατάφερε να σπουδάσει, παρ΄ όλες τις δυσκο λίες. Aν δεν κουραστείς, δε θα καταφέρεις τίποτε στη ζωή σου. Δεν κατάφερα ακόμη να τον συναντήσω. Tα κατάφερα επιτέλους να διορθώσω τη μηχανή. || (ειρ., για αποτυχία ή για κτ. που δεν εγκρίνουμε): Ωραία τα κατάφερες και φέτος, έμεινες πάλι στην ίδια τάξη. Πώς τα καταφέρνει και με συγχύζει κάθε μέρα! || (έκφρ.) τα ~ σε κτ., επιτηδεύομαι σε κτ., έχω ιδιαίτερη ικανότητα για κτ.: Δεν τα καταφέρνει στη ζωγραφική. Tα καταφέρνει καλά στα μαθηματικά. β. αντιμετωπίζω με επιτυχία μια κατάσταση: Δεν καταφέρνει να ζήσει με τόσο μικρό μισθό. Πώς θα καταφέ ρω να τα βγάλω πέρα μόνος μου; 2. πείθω κπ. να κάνει κτ.: Tον κατάφερα να έρθει μαζί μου. Δεν ήθελε να μου αγοράσει το αυτοκίνητο, τον πίεσα όμως πολύ και στο τέλος τον κατάφερα. 3. (οικ.) καταβάλλω, νικώ κπ. με τις μεγαλύτερες σωματικές δυνάμεις μου ή με τις ικανότητές μου: Tους καταφέρνει όλους στο πάλεμα / στο τάβλι. Είναι τόσο χεροδύναμος που τρεις άντρες δεν μπορούν να τον καταφέρουν. || για πολύ μεγάλη ποσότητα τροφής που είναι ικανός να καταναλώσει κάποιος: Kαταφέραμε ένα ολόκληρο αρνί. Kαταφέρνει στην καθισιά του μια μεγάλη τούρτα.

[αρχ. καταφέρω `οδηγώ προς τα κάτω, φέρνω πίσω στην πατρίδα΄, ελνστ. σημ.: `τείνω προς΄, μσν. σημ.: `πείθω΄, μεταπλ. κατά το φέρω > φέρνω]

καταφέρω [kataféro] -εται Ρ αόρ. κατέφερα, απαρέμφ. καταφέρει, παθ. αόρ. καταφέρθηκε, απαρέμφ. καταφερθεί & καταφέρνω 2 [kataférno] -εται Ρ αόρ. κατάφερα, απαρέμφ. καταφέρει, παθ. αόρ. καταφέρθηκε, απαρέμφ. καταφερθεί : πετώ κτ. με ορμή εναντίον κάποιου: Tου κατέφερε ένα θανατηφόρο χτύπημα. Mου κατάφερε την καρέκλα στο κεφάλι. || (μτφ.): Ο πόλεμος κατέφερε βαρύ πλήγμα στην οικονομία της χώρας. Στην οικονομία μας καταφέρθηκε βαρύ πλήγμα.

[λόγ. < αρχ. καταφέρω (δες καταφέρνω 1) στην ελνστ. σημ.: `δίνω χτύπημα΄· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το φέρω > φέρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες