Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κατασκήνωση
1 item total
κατασκήνωση η [kataskínosi] Ο33 : 1. εγκατάσταση σε σκηνές, κυρίως για παραθερισμό: Ο δήμος οργανώνει παιδικές / μαθητικές κατασκηνώσεις. Φέτος θα πάω (σε / στην) ~. Ο αρχηγός / τα στελέχη της κατασκήνωσης. 2. χώρος, με σκηνές ή και με οικήματα, όπου λειτουργεί κατασκήνωση. || ~ τσιγγάνων, καταυλισμός.

[λόγ. < ελνστ. κατασκήνω(σις) `στήσιμο σκηνής΄ -ση & σημδ. γαλλ. campement & αγγλ. camping]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go