Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καταρρακτώδης
1 item total
καταρρακτώδης -ης -ες [kataraktóδis] Ε11 : που μοιάζει με καταρράχτη, κυρίως ως χαρακτηρισμός άφθονης και ορμητικής βροχής· ραγδαίος: Πέφτει ~ βροχή. καταρρακτωδώς ΕΠIΡΡ: Bρέχει ~.

[λόγ. καταρρά κτ(ης) -ώδης απόδ. γαλλ. torrentiel· λόγ καταρρακτώδ(ης) -ώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go