Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καταναλώτρια
1 item total
καταναλωτής ο [katanalotís] Ο7 θηλ. καταναλώτρια [katanalótria] Ο27 : 1. αυτός που προμηθεύεται ή που χρησιμοποιεί καταναλωτικά αγαθά: Παραγωγοί και καταναλωτές, αγοραστές. Οι Έλληνες είναι καταναλωτές φυτικών λιπών. Δείκτης τιμών καταναλωτή, δείκτης που παρουσιάζει τις μεταβολές στις τιμές ορισμένων οικονομικών αγαθών. Iνστιτούτο Προστασίας Kαταναλωτών. || Οι καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος. Οδηγίες του Οργανισμού Yδρεύσεως προς τους καταναλωτές. 2. (τεχν.) ~ ηλεκτρικού ρεύματος, κάθε συσκευή που παράγει ωφέλιμη ενέργεια, όταν μέσα από αυτή περνάει ηλεκτρικό ρεύμα.

[λόγ. καταναλω- (δες καταναλώνω) -τής· λόγ. καταναλω(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go