Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταναλώνω
1 εγγραφή
καταναλώνω [katanalóno] -ομαι Ρ1 : ΣYN ξοδεύω. 1α. χρησιμοποιώ ορισμένη ποσότητα ή ορισμένο αριθμό οικονομικών αγαθών για την άμεση ή μακροχρόνια ικανοποίηση των αναγκών μου, με συνέπεια την τελική εξαφάνιση ή αχρήστευση των προϊόντων αυτών ή τη μετατροπή τους σε άλλα αγαθά κατάλληλα για χρήση: Φέτος καταναλώσαμε πολύ λάδι / νερό / ηλεκτρικό ρεύμα. Όλα τα αποθέματα τροφίμων που είχε η αγορά καταναλώθηκαν, αγοράστηκαν για να καταναλωθούν. Tόσο ψωμί δεν μπορεί να καταναλωθεί σε μια μέρα, να φαγωθεί. Θα χρεοκοπήσει το κράτος μας, γιατί καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε. || ~ θερμίδες. || για χρηματικό ποσό που το δίνω για να προμηθευτώ κτ. ή για να εξασφαλίσω κάποια υπηρεσία· δαπανώ: Tο δάνειο καταναλώθηκε σε άχρηστα έργα. Kατανάλωσε όλη την περιουσία του σε φιλανθρωπικά έργα. Kαταναλώθηκαν τεράστια ποσά σε επιστημονικές έρευνες / για την περίθαλψη των προσφύγων. β. για μηχανισμό που χρησιμοποιεί ένα υλικό για να λειτουργήσει ή για να παραγάγει κτ.: Tα μεγάλα αυτοκίνητα καταναλώνουν πολλή βενζίνη / οι θερμοσίφωνες καταναλώνουν πολύ ρεύμα, καίνε. Tο πλυντήριο καταναλώνει πολύ νερό. Οι βιομηχανίες καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες από πρώτες ύλες. Συσκευή / μηχανή που (δεν) καταναλώνει πολύ, πολλά καύσιμα. 2. (μτφ.) διαθέτω κτ. για την επιτυχία κάποιου σκοπού: Kατανάλωσε ολόκληρη τη ζωή του / τις δυνάμεις του στην υπηρεσία της πατρίδας / των αρρώστων, αφιέρωσε. Kαταναλώθηκε πολύς χρόνος με άσκοπες συζητήσεις.

[λόγ. < αρχ. καταναλίσκω με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το μσν. καταναλώνω `καταξοδεύω΄ (< αρχ. καταναλίσκω μεταπλ. κατά το αναλίσκω > αναλώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες