Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- καταθλιπτικός 1 -ή -ό [kataθliptikós] Ε1 : που προκαλεί κατάθλιψη, βαθιά μελαγχολία και στενοχώρια: Mετά το θάνατο του πατέρα το χαρούμενο οικογενειακό περιβάλλον έγινε αφόρητα καταθλιπτικό. ~ καιρός σήμερα, ψιλή βροχή και συννεφιά. Tο γκρι είναι καταθλιπτικό χρώμα.
καταθλιπτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. καταθλιπ- (καταθλίβω) -τικός απόδ. γαλλ. oppressif]
- καταθλιπτικός 2 -ή -ό : (τεχν.) καταθλιπτική αντλία, αντλία που λειτουρ γεί με πίεση.
[λόγ. < ελνστ. καταθλιπ- (καταθλίβω) στη σημ.: `πιέζω κάτω΄ -τικός]



