Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- καταγάλανος -η -ο [kataγálanos] Ε5 : που είναι εντελώς γαλανός: Έχει καταγάλανα μάτια, χωρίς αποχρώσεις προς το γκρι, πράσινο ή καστανό. ~ ουρανός. Kαταγάλανη θάλασσα.
[κατα- γαλαν(ός) -ος]



