Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κατάφαση
1 item total
κατάφαση η [katáfasi] Ο33 : η ενέργεια του καταφάσκω, απάντηση με ναι, συγκατάνευση, παραδοχή. ANT άρνηση: Tην κίνησή του την εξέλαβα ως ~. (λογ.) Δύο αρνήσεις ισοδυναμούν με μία ~. || θετική στάση, θετική τοποθέτηση απέναντι σε μια κατάσταση: Ο αγώνας του ανθρώπου είναι μια εκδήλωση κατάφασης στη ζωή / στα αγαθά του κόσμου.

[λόγ. < αρχ. κατάφα(σις) `επιβεβαίωση΄ -ση & σημδ. γαλλ. affirmation]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go