Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κατάποση
1 item total
κατάποση η [katáposi] Ο33 : η ενέργεια του καταπίνω, το σύνολο των εκούσιων και αντανακλαστικών κινήσεων με τις οποίες μεταφέρεται κτ., στερεό ή υγρό, από τη στοματική κοιλότητα στο στομάχι, διά μέσου του οισοφάγου: Ο ερεθισμός του λάρυγγα προξενεί δυσχέρεια στην ~ της τροφής. Tο παιδί έπαθε δηλητηρίαση από ~ τοξικών ουσιών. H καλή μάσηση διευκολύνει την ~.

[λόγ. < αρχ. κατάπο(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go