Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κατάπληκτος
1 item total
κατάπληκτος -η -ο [katápliktos] Ε5 : που δοκιμάζει έκπληξη για κτ. εξαιρετικά ασυνήθιστο ή απροσδόκητο: Έμεινα ~ βλέποντας την πρόοδο αυτού του παιδιού. H θρασύτητά του με άφησε κατάπληκτο. Είμαι ~ με την τροπή που πήρε η υπόθεση. Tι το περίεργο βλέπεις και με κοιτάς ~; Mένω ~ μ΄ αυτά που ακούω, συνήθ. για δυσάρεστη έκπληξη. || Tα κατάπληκτα παιδικά μάτια παρακολουθούσαν το θέαμα.

[λόγ. < μσν. κατάπληκτος < καταπληκ- (καταπλήσσω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go