Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κατάπαυση
1 item total
κατάπαυση η [katápafsi] Ο33 : η ενέργεια του καταπαύω, η τέλεια ή και οριστική παύση μιας δυσάρεστης κυρίως κατάστασης: Συμφώνησαν την ~ του πολέμου. Προσωρινή ~ των εχθροπραξιών. (στρατ.): Διέταξε ~ του πυρός. || (λόγ.) ~ του πόνου.

[λόγ. < αρχ. κατάπαυ(σις) `σταμάτημα΄ -ση & σημδ. γαλλ. cessation]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go