Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κατάλυση
3 items total [1 - 3]
κατάλυση 1 η [katálisi] Ο33 : 1. η ενέργεια του καταλύω 1. 2. η διάλυση ενός οργανωμένου συνόλου ή η κατάργηση ενός θεσμού: H ~ της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας από τους Tούρκους. H ~ της τσαρικής εξουσίας από τους επαναστάτες. || σε σχήμα υπερβολής, σοβαρή παράβαση ή παραβίαση κανόνων και θεσμών: Στη σημερινή διαδήλωση επιχειρήθηκε ~ του κράτους. 2. (εκκλ.) διακοπή της νηστείας: Tου Ευαγγελισμού επιτρέ πεται η ~ των ιχθύων.

[λόγ.: 1: αρχ. κατάλυ(σις) -ση· 2: μσν. σημ.]

κατάλυση 2 η : (χημ.) επιτάχυνση μιας χημικής αντίδρασης με τη χρήση καταλύτη.

[λόγ. < αγγλ. catalysis ή γαλλ. catalyse < αρχ. κατάλυ(σις) `διάλυση΄ -ση]

κατάλυση 3 η : η ενέργεια του καταλύω 3, προσωρινή διαμονή σε κάποιο χώρο. || (ειδικότ., στρατ.) στάθμευση για ανάπαυση ή για διανυκτέρευση.

[λόγ. < αρχ. κατάλυ(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go