Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κατάγομαι
1 item total
κατάγομαι [katáγome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. (για πρόσ.) α. είμαι απόγονος ή γιος κάποιου: Kατάγεται από πλούσια οικογένεια / από Έλληνες γονείς. β. έχω γεννηθεί σε κάποια πόλη ή χώρα ή ένας από τους γονείς μου έχει γεννηθεί εκεί: Kατάγεται από επαρχία / από την Ελλάδα / από την Kωνσταντινούπολη / από τον Πόντο. 2. (για έμψ.) αποτελώ εξέλιξη κάποιου ζωικού είδους: Ο Δαρβίνος υποστήριξε ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο. Ο σκύλος κατάγεται από το λύκο. 3. για κτ. που είναι εξέλιξη κάποιας παλαιότερης μορφής: Πολλά νεοελληνικά έθιμα / παραμύθια κατάγονται από την αρχαία Ελλάδα.

[λόγ. < αρχ. κατάγομαι (δες και κατάγω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go