Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κασέτα
2 items total [1 - 2]
κασέτα η [kaséta] Ο25 : μικρή, κλειστή, πλαστική θήκη που περιέχει δύο πηνία γύρω από τα οποία τυλίγεται μία μαγνητική ταινία, με ευθεία και αντίστροφη φορά, και όπου εγγράφονται ήχοι ή εικόνες: ~ μαγνητοφώνου / βίντεο. Έλα να δούμε καμιά καλή ~, βιντεοκασέτα.

[ιταλ. cassetta]

κασετάδικο το [kasetáδiko] Ο41 : (προφ.) μαγαζί που πουλάει κασέτες.

[κασέτ(α) -άδικο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go